- ξυνοπαδος
- ξυνοπαδόςσυν-οπᾱδός2сопровождающий, сопутствующий
(τινι Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινι Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ξυνοπαδός — συνοπᾱδός , συνοπαδός following along with masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοπαδός — όν, ΜΑ, και αττ. τ. ξυνοπαδός και ιων. τ. συνοπηδός, Α [ὀπαδός] 1. αυτός που συνοδεύει κάποιον, ακόλουθος («ψυχὴ θεῷ ξυνοπαδὸς γενομένη», Πλάτ.) 2. σύντροφος … Dictionary of Greek